- άπορος
- -η, -οαυτός που δεν έχει πόρους, ο φτωχός: Για τις γιορτές των Χριστουγέννων δόθηκαν βοηθήματα στους απόρους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἄπορος — without passage masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άπορος — η, ο (AM ἄπορος, ον) [πόρος] φτωχός, ενδεής μσν. νεοελλ. 1. δυστυχισμένος, άθλιος 2. κακός, ανάξιος 3. (για κάστρο ή μοναστήρι) άδειος αρχ. μσν. 1. (για τόπο) δύσβατος, αδιάβατος 2. (για καταστάσεις) πολύ δύσκολος 3. το ουδ. ως ουσ. τό ἄπορον η… … Dictionary of Greek
ἀπορώτερον — ἄπορος without passage masc acc comp sg ἄπορος without passage neut nom/voc/acc comp sg ἄπορος without passage adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορωτάτων — ἄπορος without passage fem gen superl pl ἄπορος without passage masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορωτέραις — ἄπορος without passage fem dat comp pl ἀπορωτέρᾱͅς , ἄπορος without passage fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορωτέρων — ἄπορος without passage fem gen comp pl ἄπορος without passage masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορώτατα — ἄπορος without passage adverbial superl ἄπορος without passage neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορώτατον — ἄπορος without passage masc acc superl sg ἄπορος without passage neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόρως — ἄπορος without passage adverbial ἄπορος without passage masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄπορον — ἄπορος without passage masc/fem acc sg ἄπορος without passage neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)